Πειθώ στα ρουμανικά
Μετάφραση: πειθώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
convinge, convingă, convinga, conving, convingem
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθώ
πείθω αντίθετο, πείθω ομόρριζα, πείθω παράγωγα, πείθω κλίση, πείθω αρχικοί χρόνοι, πειθώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, πειθώ στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- παύση στα ρουμανικά - antract, pauză, pauza, pauzei, pauză de, de pauză
- παύω στα ρουμανικά - încetare, încetează, de încetare, încetare a, incetare
- πείνα στα ρουμανικά - foame, foamei, foametei, foamea, foamete
- πείραμα στα ρουμανικά - experimentare, experiment, experimentul, experimentului, experiment de, de experiment
Τυχαίες λέξεις
Πειθώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: convinge, convingă, convinga, conving, convingem
Μεταφράσεις: convinge, convingă, convinga, conving, convingem