Πειθώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πειθώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perseveração, persuadir, persuada, balanço, troca, convencer, convencê, convencer os, convencer a
Πειθώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθώ

πείθω αντίθετο, πείθω ομόρριζα, πείθω παράγωγα, πείθω κλίση, πείθω αρχικοί χρόνοι, πειθώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πειθώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • παύση στα πορτογαλικά - pausar, espera, pausa, padrão, suspensão, de pausa, pause, ...
  • παύω στα πορτογαλικά - cesse, cessar, de cessar, deixam, deixem, deixarem
  • πείνα στα πορτογαλικά - fome, hungria, a fome, da fome, de fome, à fome
  • πείραμα στα πορτογαλικά - experiências, experiência, experimentar, experiente, experimento, experimento de, experimental, ...
Τυχαίες λέξεις
Πειθώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: perseveração, persuadir, persuada, balanço, troca, convencer, convencê, convencer os, convencer a