Πλεονέκτημα στα σουηδικά
Μετάφραση: πλεονέκτημα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
övertag, vinst, gagn, förmån, nytta, fördel, fördelen, utnyttja
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλεονέκτημα
πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα αγγλικά, πλεονέκτημα συνώνυμο, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα αριστείον, πλεονέκτημα λεξικό γλώσσας σουηδικά, πλεονέκτημα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- πλεξούδα στα σουηδικά - sträng, strängen, Strand, tråd
- πλεονάζων στα σουηδικά - överflödig, redundanta, redundant, överflödiga, överflödigt
- πλεονεκτικός στα σουηδικά - fördelaktig, fördelaktigt, fördelaktiga, fördel
- πλευρά στα σουηδικά - backe, se, sikte, utsikt, aspekt, syn, min, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλεονέκτημα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: övertag, vinst, gagn, förmån, nytta, fördel, fördelen, utnyttja
Μεταφράσεις: övertag, vinst, gagn, förmån, nytta, fördel, fördelen, utnyttja