Πλεονέκτημα στα ουγγρικά
Μετάφραση: πλεονέκτημα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
előny, előnye, előnyt, előnnyel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλεονέκτημα
πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα αγγλικά, πλεονέκτημα συνώνυμο, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα αριστείον, πλεονέκτημα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πλεονέκτημα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- πλεξούδα στα ουγγρικά - part, Strand, szál, szálat, területre
- πλεονάζων στα ουγγρικά - kacskaringós, cikornyás, dagályos, fölösleges, redundáns, elbocsátott, felesleges, ...
- πλεονεκτικός στα ουγγρικά - előnyös, kedvező, elõnyös, legelőnyösebb
- πλευρά στα ουγγρικά - tagozat, burkolófal, szempont, pöffeszkedés, nagyhangúság, hegyoldal, vájatvég, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλεονέκτημα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: előny, előnye, előnyt, előnnyel
Μεταφράσεις: előny, előnye, előnyt, előnnyel