Πλεονέκτημα στα τσεχικά

Μετάφραση: πλεονέκτημα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
užitek, výhoda, přednost, využít, prospěch, převaha, zisk, výhodou, výhodu, předností, zvýhodnění
Πλεονέκτημα στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλεονέκτημα

πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα αγγλικά, πλεονέκτημα συνώνυμο, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα αριστείον, πλεονέκτημα λεξικό γλώσσας τσεχικά, πλεονέκτημα στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • πλεξούδα στα τσεχικά - cop, vlákno, pramen, Strand, řetězec, strnad
  • πλεονάζων στα τσεχικά - nadbytečný, nadměrný, přebytečný, nepotřebný, zbytečný, redundantní, nadbytečné, ...
  • πλεονεκτικός στα τσεχικά - prospěšný, výhodný, příznivý, výhodné, výhodná, výhodnější
  • πλευρά στα τσεχικά - krajina, stráň, břeh, tvářnost, strana, výraz, ohled, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλεονέκτημα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: užitek, výhoda, přednost, využít, prospěch, převaha, zisk, výhodou, výhodu, předností, zvýhodnění