Πλεονέκτημα στα λιθουανικά

Μετάφραση: πλεονέκτημα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pranašumas, privalumas, pranašumą, nauda, lengvata
Πλεονέκτημα στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλεονέκτημα

πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα αγγλικά, πλεονέκτημα συνώνυμο, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα αριστείον, πλεονέκτημα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πλεονέκτημα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • πλεξούδα στα λιθουανικά - gija, Strand, kryptis, skiedrelių, vijos
  • πλεονάζων στα λιθουανικά - nereikalingas, nereikalinga, atleistiems, nereikalingi, nereikalingos
  • πλεονεκτικός στα λιθουανικά - palankus, naudingas, naudinga, naudingiausias, palanki, naudingiausio
  • πλευρά στα λιθουανικά - pusė, veidas, šonas, žvilgsnis, šlaitas, pusėje, šalutinis, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλεονέκτημα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pranašumas, privalumas, pranašumą, nauda, lengvata