Πλεονέκτημα στα εσθονικά

Μετάφραση: πλεονέκτημα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eelis, ära, eelise, eeliseks, kasu
Πλεονέκτημα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλεονέκτημα

πλεονέκτημα τησ αμφιβολίασ, πλεονέκτημα αγγλικά, πλεονέκτημα συνώνυμο, συγκριτικό πλεονέκτημα, πλεονέκτημα αριστείον, πλεονέκτημα λεξικό γλώσσας εσθονικά, πλεονέκτημα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πλεξούδα στα εσθονικά - pats, rõngassaba, tegevussuund, tegevussuuna, Strand, kihtidega, haru
  • πλεονάζων στα εσθονικά - liigne, ülemäärane, liiane, koondatud, üleliigne, ülearune, üleliigseks, ...
  • πλεονεκτικός στα εσθονικά - kasulik, soodne, soodsam, soodsama, soodsaim
  • πλευρά στα εσθονικά - välimus, külg, ilme, pool, poolel, küljel, küljele
Τυχαίες λέξεις
Πλεονέκτημα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: eelis, ära, eelise, eeliseks, kasu