Ανακουφίζω στα αλβανικά

Μετάφραση: ανακουφίζω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rehati, ngushëllim, komoditetin, komoditet, ngushëllimi
Ανακουφίζω στα αλβανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακουφίζω

ανακουφίζω συνώνυμο, ανακουφίζω συνώνυμα, ανακουφίζω λεξικό γλώσσας αλβανικά, ανακουφίζω στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • ανακολουθία στα αλβανικά - mospërputhje, mospërputhja, paqëndrueshmëri, mospërputhshmëri, mospërputhje të
  • ανακοπή στα αλβανικά - dështim, dështimi, dështimi i, mos, dështimin
  • ανακούφιση στα αλβανικά - reliev, lehtësim, lehtësim i, ndihmë, lehtësimi, Relievi
  • ανακρίβεια στα αλβανικά - pasaktësi, pasaktësia, pasaktësinë, pasaktësi të, pasaktësi si
Τυχαίες λέξεις
Ανακουφίζω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: rehati, ngushëllim, komoditetin, komoditet, ngushëllimi