Ανακουφίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ανακουφίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
камфорт
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακουφίζω
ανακουφίζω συνώνυμο, ανακουφίζω συνώνυμα, ανακουφίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανακουφίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ανακολουθία στα λευκορωσικά - неадпаведнасць, неадпаведнасьць
- ανακοπή στα λευκορωσικά - адмова, адмову, адмаўленне
- ανακούφιση στα λευκορωσικά - рэльеф
- ανακρίβεια στα λευκορωσικά - недакладнасць, недакладнасьць, недакладнасці
Τυχαίες λέξεις
Ανακουφίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: камфорт
Μεταφράσεις: камфорт