Ανακουφίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: ανακουφίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kényelem, kényelmet, komfort, kényelmes, kényelmét
Ανακουφίζω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακουφίζω

ανακουφίζω συνώνυμο, ανακουφίζω συνώνυμα, ανακουφίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανακουφίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ανακολουθία στα ουγγρικά - következetlenség, ellentmondás, inkonzisztencia, következetlenséget, ellentmondást
  • ανακοπή στα ουγγρικά - rugózás, szuszpenzió, félbeszakítás, kerékfelfüggesztés, beszüntetés, felfüggesztés, kudarc, ...
  • ανακούφιση στα ουγγρικά - szivárgó, felszabadítás, domborzat, tehermentesítés, szegényellátás, szegénygondozás, nyomorenyhítés, ...
  • ανακρίβεια στα ουγγρικά - pontatlanság, pontatlansága, pontatlanságot, pontatlanságából, pontatlanságát
Τυχαίες λέξεις
Ανακουφίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kényelem, kényelmet, komfort, kényelmes, kényelmét