Ανακουφίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: ανακουφίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurtarmak, azaltmak, konfor, Comfort, konforu, rahatlık, rahat
Ανακουφίζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακουφίζω

ανακουφίζω συνώνυμο, ανακουφίζω συνώνυμα, ανακουφίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανακουφίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ανακολουθία στα τούρκικα - tutarsızlık, uyumsuzluk, tutarsızlığı, bir tutarsızlık, çelişki
  • ανακοπή στα τούρκικα - başarısızlık, yetmezliği, hatası, arızası, arıza
  • ανακούφιση στα τούρκικα - yardım, kabartma, rahatlama, bir rahatlama, rölyef
  • ανακρίβεια στα τούρκικα - yanlışlık, hata, sapma, yanlışlığının, sapma ise
Τυχαίες λέξεις
Ανακουφίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kurtarmak, azaltmak, konfor, Comfort, konforu, rahatlık, rahat