Ανακουφίζω στα σλοβακικά
Μετάφραση: ανακουφίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohodlie, pohodlia, pohodlí, komfort, pohodliu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακουφίζω
ανακουφίζω συνώνυμο, ανακουφίζω συνώνυμα, ανακουφίζω λεξικό γλώσσας σλοβακικά, ανακουφίζω στα σλοβακικά
Μεταφράσεις
- ανακολουθία στα σλοβακικά - nedôslednosť, nesúrodosť, nesúdržnosť, nedôslednosti, o nedôslednosti
- ανακοπή στα σλοβακικά - pozastavení, zlyhanie, zlyhania, zlyhaní, zlyhaniu, neplnenia
- ανακούφιση στα σλοβακικά - obrys, plastika, úľava, úľavy, odpustenie, úľavu, zvýhodnenie
- ανακρίβεια στα σλοβακικά - nesprávnosť, nepresnosť, nesprávnych, nesprávnosti, nepresnosti
Τυχαίες λέξεις
Ανακουφίζω στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: pohodlie, pohodlia, pohodlí, komfort, pohodliu
Μεταφράσεις: pohodlie, pohodlia, pohodlí, komfort, pohodliu