Ανακουφίζω στα κροατικά

Μετάφραση: ανακουφίζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ublažiti, umanjiti, olakšati, izbaviti, umiriti, smanjiti, otpustiti, iskorijeniti, udobnost, utjeha, komfor, Comfort, udobnost sobe
Ανακουφίζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανακουφίζω

ανακουφίζω συνώνυμο, ανακουφίζω συνώνυμα, ανακουφίζω λεξικό γλώσσας κροατικά, ανακουφίζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • ανακολουθία στα κροατικά - proturječnost, nestalnost, nedosljednost, nekonzistentnost, nedosljednosti
  • ανακοπή στα κροατικά - neuspjeh, propust, neuspjeha, zatajenje, kvar
  • ανακούφιση στα κροατικά - potpora, pomoć, oslobođenje, reljef, olakšanje, olakšice, relief, ...
  • ανακρίβεια στα κροατικά - netočnost, netočnosti, nepreciznosti, nepravilnost
Τυχαίες λέξεις
Ανακουφίζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: ublažiti, umanjiti, olakšati, izbaviti, umiriti, smanjiti, otpustiti, iskorijeniti, udobnost, utjeha, komfor, Comfort, udobnost sobe