Ανύψωση στα αλβανικά

Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lartësi, ngritje, lartësi të, madhështi, lartësim
Ανύψωση στα αλβανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανύψωση

ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας αλβανικά, ανύψωση στα αλβανικά

Μεταφράσεις

  • ανόητος στα αλβανικά - budalla, tradhtoj, të luaj, e tradhtoj, mashtrojmë
  • ανύπαντρος στα αλβανικά - beqar, vetëm, një, i pamartuar, pamartuar, e pamartuar, të pamartuar, ...
  • ανώδυνος στα αλβανικά - pa dhimbje, dhimbje, pa dhimbje të, e pa dhimbje
  • ανώμαλα στα αλβανικά - parregull, jonormal, anomalisht, jashtë normales
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: lartësi, ngritje, lartësi të, madhështi, lartësim