Ανύψωση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кота, надморска височина, елевация, височина, надморска
Ανύψωση στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανύψωση

ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ανύψωση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ανόητος στα βουλγαρικά - глупак, заблуди, заблуждава, глупако, заблудят
  • ανύπαντρος στα βουλγαρικά - неженен, неомъжена, сключил брак, е сключил брак, несключил брак
  • ανώδυνος στα βουλγαρικά - безболезнен, безболезнено, безболезнена, безболезнени
  • ανώμαλα στα βουλγαρικά - необичайно, ненормално, неестествено, с необичайно, анормално
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кота, надморска височина, елевация, височина, надморска