Ανύψωση στα λετονικά

Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
virsotne, augša, pacēlums, pacēlumu, pacēluma, augstuma, profils
Ανύψωση στα λετονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανύψωση

ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας λετονικά, ανύψωση στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • ανόητος στα λετονικά - smieklīgs, muļķīgs, absurds, muļķis, nerrs, muļķot, muļķi, ...
  • ανύπαντρος στα λετονικά - neprecējies, neprecējušies, neprecēto, neprecēts, nav precējies
  • ανώδυνος στα λετονικά - nesāpīgs, nesāpīga, ir nesāpīgi
  • ανώμαλα στα λετονικά - nenormāli, pārmērīgi, nesamērīgi, ārkārtīgi, neparasti
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: virsotne, augša, pacēlums, pacēlumu, pacēluma, augstuma, profils