Ανύψωση στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кота, височина, надморска височина, елевација, покачување
Ανύψωση στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανύψωση

ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ανύψωση στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ανόητος στα σλαβομακεδονικά - измамат, прелаже, ги измамат, будала, залажуваме
  • ανύπαντρος στα σλαβομακεδονικά - немажена, немажените, немажени, неженети, невенчаните
  • ανώδυνος στα σλαβομακεδονικά - безболна, безболно, безболен, безболни, побезболно
  • ανώμαλα στα σλαβομακεδονικά - ненормално, абнормално, невообичаено, абнормална
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: кота, височина, надморска височина, елевација, покачување