Ανύψωση στα τούρκικα
Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doruk, zirve, yükseklik, yükselmesi, yükselme, elevasyon, yükselti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανύψωση
ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανύψωση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ανόητος στα τούρκικα - anlamsız, aptal, kandırmak, fool, salak, aldatmasına
- ανύπαντρος στα τούρκικα - tek, yalnız, evlenmemiş, evli olmayan, bekar, evli, bekâr
- ανώδυνος στα τούρκικα - ağrısız, acısız, ağrısız bir, ağrısızdır
- ανώμαλα στα τούρκικα - anormal, anormal derecede, anormal olarak, anormal bir, anormal şekilde
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: doruk, zirve, yükseklik, yükselmesi, yükselme, elevasyon, yükselti
Μεταφράσεις: doruk, zirve, yükseklik, yükselmesi, yükselme, elevasyon, yükselti