Ανύψωση στα σουηδικά

Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
höjd, elevation, höjden, förhöjning
Ανύψωση στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανύψωση

ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας σουηδικά, ανύψωση στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ανόητος στα σουηδικά - meningslös, lura, fool, lurar, dåre, dumbom
  • ανύπαντρος στα σουηδικά - enkel, en, ogift, ensam, enda, ogifta, en ogift, ...
  • ανώδυνος στα σουηδικά - smärtfri, smärtfritt, painless, smärtfria
  • ανώμαλα στα σουηδικά - onormalt, abnormt, ovanligt, onormalt sätt, ett onormalt
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: höjd, elevation, höjden, förhöjning