Ουσιαστικό στα αλβανικά
Μετάφραση: ουσιαστικό, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
emër, noun, emër në, emër i
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικό
ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό δίκαιο, ουσιαστικό του επιτρέπω, ουσιαστικό ορισμός, ουσιαστικό λεξικό γλώσσας αλβανικά, ουσιαστικό στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- ουσία στα αλβανικά - substancë, substanca, substance, substancë e, substancë të
- ουσιαστικά στα αλβανικά - në thelb, thelb, kryesisht, thelb të, në thelb të
- ουσιαστικός στα αλβανικά - i konsiderueshëm, konsiderueshme, të konsiderueshme, substanciale, thelbësor
- ουσιώδης στα αλβανικά - thelbësor, thelbësore, esenciale, domosdoshme, e domosdoshme
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικό στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: emër, noun, emër në, emër i
Μεταφράσεις: emër, noun, emër në, emër i