Ουσιαστικό στα τούρκικα

Μετάφραση: ουσιαστικό, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önemli, isim, i, noun, ad
Ουσιαστικό στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ουσιαστικό

ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό δίκαιο, ουσιαστικό του επιτρέπω, ουσιαστικό ορισμός, ουσιαστικό λεξικό γλώσσας τούρκικα, ουσιαστικό στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ουσία στα τούρκικα - özdek, konu, parfüm, öz, madde, varlık, cevher, ...
  • ουσιαστικά στα τούρκικα - esasen, aslında, esas, esas olarak, temelde
  • ουσιαστικός στα τούρκικα - dayanıklı, sıkı, katı, önemli, sağlam, devamlı, önemli bir, ...
  • ουσιώδης στα τούρκικα - zorunlu, vazgeçilmez, esaslı, yaşamsal, gerekli, temel, esastır, ...
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικό στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: önemli, isim, i, noun, ad