Ουσιαστικό στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ουσιαστικό, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
именка, именката, именски, именска, именките
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικό
ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό δίκαιο, ουσιαστικό του επιτρέπω, ουσιαστικό ορισμός, ουσιαστικό λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ουσιαστικό στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ουσία στα σλαβομακεδονικά - супстанција, супстанца, материја, супстанцата, супстанцијата
- ουσιαστικά στα σλαβομακεδονικά - во суштина, суштина, суштински, во основа, основа
- ουσιαστικός στα σλαβομακεδονικά - значително, значителен, значителни, значителна, суштински
- ουσιώδης στα σλαβομακεδονικά - од суштинско значење, суштинско значење, суштинско, суштински, основните
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικό στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: именка, именката, именски, именска, именките
Μεταφράσεις: именка, именката, именски, именска, именките