Ουσιαστικό στα ιταλικά
Μετάφραση: ουσιαστικό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sostantivo, nome, s, noun, f
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικό
ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό δίκαιο, ουσιαστικό του επιτρέπω, ουσιαστικό ορισμός, ουσιαστικό λεξικό γλώσσας ιταλικά, ουσιαστικό στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ουσία στα ιταλικά - sostanza, materia, essenza, seme, nucleo, sostanze, principio, ...
- ουσιαστικά στα ιταλικά - essenzialmente, sostanzialmente, sostanza, in sostanza
- ουσιαστικός στα ιταλικά - sostanzioso, solido, sostanziale, importante, massiccio, consistente, forte, ...
- ουσιώδης στα ιταλικά - vitale, indispensabile, importante, basilare, essenziale, fondamentale, essenziali, ...
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sostantivo, nome, s, noun, f
Μεταφράσεις: sostantivo, nome, s, noun, f