Ουσιαστικό στα ολλανδικά

Μετάφραση: ουσιαστικό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
substantief, naamwoord, zelfstandig naamwoord, znw, zelfstandig
Ουσιαστικό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ουσιαστικό

ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό δίκαιο, ουσιαστικό του επιτρέπω, ουσιαστικό ορισμός, ουσιαστικό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ουσιαστικό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ουσία στα ολλανδικά - essentie, geur, pit, odeur, kern, zelfstandigheid, materie, ...
  • ουσιαστικά στα ολλανδικά - schier, welhaast, haast, bijna, zowat, wezen, in wezen, ...
  • ουσιαστικός στα ολλανδικά - flink, vast, stevig, hecht, solide, massief, deugdelijk, ...
  • ουσιώδης στα ολλανδικά - noodzaak, fundamenteel, essentieel, onontbeerlijk, vitaal, onmisbaar, noodzakelijkheid, ...
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: substantief, naamwoord, zelfstandig naamwoord, znw, zelfstandig