Ουσιαστικό στα σουηδικά
Μετάφραση: ουσιαστικό, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
substantiv, subst, noun, substantivet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ουσιαστικό
ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό δίκαιο, ουσιαστικό του επιτρέπω, ουσιαστικό ορισμός, ουσιαστικό λεξικό γλώσσας σουηδικά, ουσιαστικό στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ουσία στα σουηδικά - stoff, ämne, substans, ämnet, substansen, ämnen
- ουσιαστικά στα σουηδικά - väsentligen, huvudsak, huvudsakligen, i huvudsak, väsentligt
- ουσιαστικός στα σουηδικά - gedigen, solid, stadig, fast, betydande, väsentlig, omfattande, ...
- ουσιώδης στα σουηδικά - vital, viktig, oumbärlig, väsentlig, grundläggande, väsentligt, väsentliga, ...
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικό στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: substantiv, subst, noun, substantivet
Μεταφράσεις: substantiv, subst, noun, substantivet