Πονώ στα αλβανικά
Μετάφραση: πονώ, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëndim, lëndoj, dhembje, dhimbje, dhimbja, dhimbje të, dhimbjen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πονώ
πονάω συνώνυμα, πονώ μα δάκρυ δε θα δεις, πονώ δεν με λυπάσαι, μαντιναδες πονώ, πονώ δε με λυπάσαι στίχοι, πονώ λεξικό γλώσσας αλβανικά, πονώ στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- ποντίκι στα αλβανικά - mi, maus, miut, miun, miu, e miut
- πονόψυχος στα αλβανικά - shpirtmirë, shumë i dhembshëm, i dhembshëm, i dhembshur, dhembshur
- πορεία στα αλβανικά - kurs, Sigurisht, Natyrisht, Kursi, lëndë
- πορθμός στα αλβανικά - i ngushtë, ngushticë, Strait, ngushtë, i vogël
Τυχαίες λέξεις
Πονώ στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: lëndim, lëndoj, dhembje, dhimbje, dhimbja, dhimbje të, dhimbjen
Μεταφράσεις: lëndim, lëndoj, dhembje, dhimbje, dhimbja, dhimbje të, dhimbjen