Πονώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πονώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
болка, болката, болки, болка во, болки во
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πονώ
πονάω συνώνυμα, πονώ μα δάκρυ δε θα δεις, πονώ δεν με λυπάσαι, μαντιναδες πονώ, πονώ δε με λυπάσαι στίχοι, πονώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πονώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ποντίκι στα σλαβομακεδονικά - глувчето, глушецот, глувче, глушец, на глувчето
- πονόψυχος στα σλαβομακεδονικά - разнежнија срцето, го разнежнија срцето, и го разнежнија срцето
- πορεία στα σλαβομακεδονικά - курсот, Се разбира, секако, разбира, курс
- πορθμός στα σλαβομακεδονικά - теснец, теснецот, лудачка, лудачки, теснината
Τυχαίες λέξεις
Πονώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: болка, болката, болки, болка во, болки во
Μεταφράσεις: болка, болката, болки, болка во, болки во