Πονώ στα δανικά
Μετάφραση: πονώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
såre, smerte, smerter, smerterne, smerten, smerterne i
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πονώ
πονάω συνώνυμα, πονώ μα δάκρυ δε θα δεις, πονώ δεν με λυπάσαι, μαντιναδες πονώ, πονώ δε με λυπάσαι στίχοι, πονώ λεξικό γλώσσας δανικά, πονώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- ποντίκι στα δανικά - mus, musen, muse, musen til
- πονόψυχος στα δανικά - bud, tilbud, licitation, udbud, buddet
- πορεία στα δανικά - titel, vej, rute, overskrift, kursus, naturligvis, selvfølgelig, ...
- πορθμός στα δανικά - stræde, strædet, Strait, snævre
Τυχαίες λέξεις
Πονώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: såre, smerte, smerter, smerterne, smerten, smerterne i
Μεταφράσεις: såre, smerte, smerter, smerterne, smerten, smerterne i