Στερέωση στα αλβανικά
Μετάφραση: στερέωση, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fiksim, fiksimi, fiksimit, mani, fiksimit të
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερέωση
στερέωση σε γυψοσανίδα, στερέωση τεχνικό γραφείο, στερέωση λεξικό γλώσσας αλβανικά, στερέωση στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- στενός στα αλβανικά - ngushtë, afër, i ngushtë, i afërt, afërt
- στενόχωρος στα αλβανικά - parehatshme, të pakëndshme, pakëndshme, pakëndshëm, e parehatshme
- στερεοτυπία στα αλβανικά - stereotipi, stereotip, stereotip të, steriotip, klishe
- στερεοτυπώ στα αλβανικά - stereotipi, stereotip, stereotip të, steriotip, klishe
Τυχαίες λέξεις
Στερέωση στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: fiksim, fiksimi, fiksimit, mani, fiksimit të
Μεταφράσεις: fiksim, fiksimi, fiksimit, mani, fiksimit të