Στερέωση στα τσεχικά
Μετάφραση: στερέωση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stanovení, fixace, zámek, fixační, upevnění, fixaci, fixačním
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερέωση
στερέωση σε γυψοσανίδα, στερέωση τεχνικό γραφείο, στερέωση λεξικό γλώσσας τσεχικά, στερέωση στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- στενός στα τσεχικά - skrovný, těsně, naznačit, lakomý, pevný, omezený, intimní, ...
- στενόχωρος στα τσεχικά - stěsnaný, úzký, úzkoprsý, stísněný, nepříjemný, nepohodlný, nepříjemné, ...
- στερεοτυπία στα τσεχικά - stereotyp, stereotypní, stereotypu, stereotypem
- στερεοτυπώ στα τσεχικά - stereotyp, stereotypní, stereotypu, stereotypem
Τυχαίες λέξεις
Στερέωση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: stanovení, fixace, zámek, fixační, upevnění, fixaci, fixačním
Μεταφράσεις: stanovení, fixace, zámek, fixační, upevnění, fixaci, fixačním