Στερέωση στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: στερέωση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фиксација, фиксирање, фиксацијата, фиксирањето, врзувањето
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερέωση
στερέωση σε γυψοσανίδα, στερέωση τεχνικό γραφείο, στερέωση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στερέωση στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- στενός στα σλαβομακεδονικά - во близина, затвори, блиску, блиски, близок
- στενόχωρος στα σλαβομακεδονικά - непријатно, неудобно, непријатна, чувствуваат непријатно, непријатни
- στερεοτυπία στα σλαβομακεδονικά - стереотип, стереотипот, стереотипите, стереотипи
- στερεοτυπώ στα σλαβομακεδονικά - стереотип, стереотипот, стереотипите, стереотипи
Τυχαίες λέξεις
Στερέωση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: фиксација, фиксирање, фиксацијата, фиксирањето, врзувањето
Μεταφράσεις: фиксација, фиксирање, фиксацијата, фиксирањето, врзувањето