Στερέωση στα ισλανδικά
Μετάφραση: στερέωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
upptaka, festing, magnaðarbindingarprófi, magnaðarbindingarprófi sem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερέωση
στερέωση σε γυψοσανίδα, στερέωση τεχνικό γραφείο, στερέωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στερέωση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- στενός στα ισλανδικά - þröngur, krappur, nálægt, nærri, loka, nálægt því, nágrenninu
- στενόχωρος στα ισλανδικά - óþægilegt, óþægileg, óþægindum, óþægilegt að, óþægilega
- στερεοτυπία στα ισλανδικά - staðalímynd, Staðalímyndin, staðalmynd, staðalímyndum, Staðalímyndin að
- στερεοτυπώ στα ισλανδικά - staðalímynd, Staðalímyndin, staðalmynd, staðalímyndum, Staðalímyndin að
Τυχαίες λέξεις
Στερέωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: upptaka, festing, magnaðarbindingarprófi, magnaðarbindingarprófi sem
Μεταφράσεις: upptaka, festing, magnaðarbindingarprófi, magnaðarbindingarprófi sem