Στερέωση στα ισπανικά
Μετάφραση: στερέωση, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fijación, la fijación, de fijación, fijación de, fijación del
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερέωση
στερέωση σε γυψοσανίδα, στερέωση τεχνικό γραφείο, στερέωση λεξικό γλώσσας ισπανικά, στερέωση στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- στενός στα ισπανικά - pequeño, apretado, familiar, chico, estrecho, íntimo, menudo, ...
- στενόχωρος στα ισπανικά - estrecho, apretado, incómodo, incómoda, incómodos, incómodas, incomodo
- στερεοτυπία στα ισπανικά - estereotipo, estereotipo de, estereotipos, el estereotipo, estereotipada
- στερεοτυπώ στα ισπανικά - estereotipo, estereotipo de, estereotipos, el estereotipo, estereotipada
Τυχαίες λέξεις
Στερέωση στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: fijación, la fijación, de fijación, fijación de, fijación del
Μεταφράσεις: fijación, la fijación, de fijación, fijación de, fijación del