Στερέωση στα λευκορωσικά
Μετάφραση: στερέωση, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фіксацыя, крымінагеннай
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερέωση
στερέωση σε γυψοσανίδα, στερέωση τεχνικό γραφείο, στερέωση λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στερέωση στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- στενός στα λευκορωσικά - маленький, гарох, вузкi, абвяшчаць, блізка, блізкі
- στενόχωρος στα λευκορωσικά - нязручны, няёмкі, няёмкае, неудобный, нязручнае
- στερεοτυπία στα λευκορωσικά - стэрэатып
- στερεοτυπώ στα λευκορωσικά - стэрэатып
Τυχαίες λέξεις
Στερέωση στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: фіксацыя, крымінагеннай
Μεταφράσεις: фіксацыя, крымінагеннай