Στερέωση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: στερέωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fixação, de fixação, a fixação, fixação de, fixação do
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερέωση
στερέωση σε γυψοσανίδα, στερέωση τεχνικό γραφείο, στερέωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στερέωση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- στενός στα πορτογαλικά - pequeno, avaro, narrativa, privado, avarento, particular, familiar, ...
- στενόχωρος στα πορτογαλικά - desconfortável, Saibam, desconfortáveis, incômodo, incômoda
- στερεοτυπία στα πορτογαλικά - estereótipo, estereótipo de, estereotipo, stereotype, estereótipos
- στερεοτυπώ στα πορτογαλικά - estereótipo, estereótipo de, estereotipo, stereotype, estereótipos
Τυχαίες λέξεις
Στερέωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fixação, de fixação, a fixação, fixação de, fixação do
Μεταφράσεις: fixação, de fixação, a fixação, fixação de, fixação do