Ανά στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ανά, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съгласно, на, за, по, един, всеки
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανά
ανά τας ρύμας και τας αγυιάς, ανά τον κόσμο, νανά καραγιάννη ξεχάστε αυτή την εικόνα-δείτε το νέο της πρόσωπο, ανά πάσα στιγμή ζαζόπουλος, ανά πάσα στιγμή stixoi, ανά λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ανά στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αμύνομαι στα βουλγαρικά - се защитавам, се защитя, да се защитя, защитя себе си, се отбранявам
- αν στα βουλγαρικά - ако, дали, ако е, при
- ανάβαση στα βουλγαρικά - изкачване, изкачването, възход, издигане, изплуване
- ανάβω στα βουλγαρικά - блясък, светлина, запалвам, възбуждам се, светвам, палите, блясвам
Τυχαίες λέξεις
Ανά στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: съгласно, на, за, по, един, всеки
Μεταφράσεις: съгласно, на, за, по, един, всеки