Ανά στα τούρκικα
Μετάφραση: ανά, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vasıtasıyla, başına, başı, ortalama, gecelik, göre
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανά
ανά τας ρύμας και τας αγυιάς, ανά τον κόσμο, νανά καραγιάννη ξεχάστε αυτή την εικόνα-δείτε το νέο της πρόσωπο, ανά πάσα στιγμή ζαζόπουλος, ανά πάσα στιγμή stixoi, ανά λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανά στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αμύνομαι στα τούρκικα - kendimi, kendim, kendime
- αν στα τούρκικα - eğer, ise, varsa, durumunda, halinde
- ανάβαση στα τούρκικα - çıkış, yukarı çıkış, tırmanış, yükselme, ascent
- ανάβω στα τούρκικα - hafif, aydınlatmak, nur, yakmak, kindle, alevlendirmek, tutuşmak, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανά στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: vasıtasıyla, başına, başı, ortalama, gecelik, göre
Μεταφράσεις: vasıtasıyla, başına, başı, ortalama, gecelik, göre