Ανά στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ανά, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
по, на, за, годишно, во
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανά
ανά τας ρύμας και τας αγυιάς, ανά τον κόσμο, νανά καραγιάννη ξεχάστε αυτή την εικόνα-δείτε το νέο της πρόσωπο, ανά πάσα στιγμή ζαζόπουλος, ανά πάσα στιγμή stixoi, ανά λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ανά στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αμύνομαι στα σλαβομακεδονικά - бранам, се бранам
- αν στα σλαβομακεδονικά - ако, доколку, дали, и ако
- ανάβαση στα σλαβομακεδονικά - искачување, воздигнување, искачувањето, качување, издигнување
- ανάβω στα σλαβομακεδονικά - светлина, запалката, Поттикне, кладат, спотнуваа, запалвам, го спотнуваа
Τυχαίες λέξεις
Ανά στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: по, на, за, годишно, во
Μεταφράσεις: по, на, за, годишно, во