Απαγορευμένο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: απαγορευμένο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
табу, забранен, забранено, забранени, забранена, Забранява
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαγορευμένο
απαγορευμένο βίντεο ελληνίδας τραγουδίστριας σε ξενοδοχείο, απαγορευμένο τσαλίκης, απαγορευμένο 2, απαγορευμένο βίντεο της μενεγάκη, απαγορευμένο στίχοι, απαγορευμένο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, απαγορευμένο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- απαίσιος στα βουλγαρικά - вонящ, смрадлив, вонящи, вонящо, воняща
- απαίτηση στα βουλγαρικά - необходимост, търсене, нужда, изискване, изисквания, изискването, изискване за
- απαγορεύω στα βουλγαρικά - забрана, запрещение, забранявам, забрани, да забрани, се забрани, боже
- απαγχονίζω στα βουλγαρικά - бесилка, бесило, бесилката, висилка, обесвам
Τυχαίες λέξεις
Απαγορευμένο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: табу, забранен, забранено, забранени, забранена, Забранява
Μεταφράσεις: табу, забранен, забранено, забранени, забранена, Забранява