Απαγορευμένο στα ρωσικά
Μετάφραση: απαγορευμένο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запрещенный, табу, священный, запрет, воспрещение, запретный, запрещено, запрещены, запрещен, Запрещается, запрещена
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαγορευμένο
απαγορευμένο βίντεο ελληνίδας τραγουδίστριας σε ξενοδοχείο, απαγορευμένο τσαλίκης, απαγορευμένο 2, απαγορευμένο βίντεο της μενεγάκη, απαγορευμένο στίχοι, απαγορευμένο λεξικό γλώσσας ρωσικά, απαγορευμένο στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- απαίσιος στα ρωσικά - противный, жестокий, гнусный, опасный, гнилой, безобразный, своенравный, ...
- απαίτηση στα ρωσικά - требовать, истребование, потребовать, запрос, затребовать, спрос, требование, ...
- απαγορεύω στα ρωσικά - запрет, предотвращать, воспрещение, запретить, препятствовать, воспретить, проклятие, ...
- απαγχονίζω στα ρωσικά - вешать, виснуть, увиваться, нависать, манера, повиснуть, вид, ...
Τυχαίες λέξεις
Απαγορευμένο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: запрещенный, табу, священный, запрет, воспрещение, запретный, запрещено, запрещены, запрещен, Запрещается, запрещена
Μεταφράσεις: запрещенный, табу, священный, запрет, воспрещение, запретный, запрещено, запрещены, запрещен, Запрещается, запрещена