Απεριόριστος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: απεριόριστος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неограничен, неограничено, неограничена, неограничени, неопределен
Απεριόριστος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απεριόριστος

απεριόριστος συνώνυμα, απεριόριστος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, απεριόριστος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • απεριποίητος στα βουλγαρικά - занемарен, рошава, рошав, несресана, разхвърлян
  • απεριόριστα στα βουλγαρικά - неограничен, неограничено, неограничена, неограничени, неопределен
  • απεσταλμένος στα βουλγαρικά - пратеник, пратеник на, специален пратеник, Специалният пратеник, пратеника на
  • απευθύνω στα βουλγαρικά - адрес, адреса, с адрес, адресът, адрес на
Τυχαίες λέξεις
Απεριόριστος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: неограничен, неограничено, неограничена, неограничени, неопределен