Απεριόριστος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απεριόριστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ilimitado, ilimitada, º ilimitado, ilimitadas, plena
Απεριόριστος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απεριόριστος

απεριόριστος συνώνυμα, απεριόριστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απεριόριστος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απεριποίητος στα πορτογαλικά - despenteado, unkempt, desleixado, desleixada, desalinhadas
  • απεριόριστα στα πορτογαλικά - ilimitado, ilimitada, º ilimitado, ilimitadas, plena
  • απεσταλμένος στα πορτογαλικά - enviado, emissário, o enviado, enviada, embaixador
  • απευθύνω στα πορτογαλικά - fala, conferência, sobrescrito, endereço, destino, discurso, discursos, ...
Τυχαίες λέξεις
Απεριόριστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ilimitado, ilimitada, º ilimitado, ilimitadas, plena