Απεριόριστος στα εσθονικά

Μετάφραση: απεριόριστος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piiramatu, piiranguta, määramata, piiramata, piiramatut
Απεριόριστος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απεριόριστος

απεριόριστος συνώνυμα, απεριόριστος λεξικό γλώσσας εσθονικά, απεριόριστος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • απεριποίητος στα εσθονικά - pesemata, räpane, kasimatu, sassis, lohakas, Ruokkoamaton, Ruokoton
  • απεριόριστα στα εσθονικά - vabalt, piiramatu, piiranguta, määramata, piiramata, piiramatut
  • απεσταλμένος στα εσθονικά - kirjavahetaja, korrespondent, vastav, saadik, saadiku, saadikuks, erisaadik
  • απευθύνω στα εσθονικά - pöörduma, pöördumine, vastulitsutud, suunama, aadress, aadressi, aadressil, ...
Τυχαίες λέξεις
Απεριόριστος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: piiramatu, piiranguta, määramata, piiramata, piiramatut