Απεριόριστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: απεριόριστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbeperkt, onbegrensd, onbeperkte, ongelimiteerde, ongelimiteerd
Απεριόριστος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απεριόριστος

απεριόριστος συνώνυμα, απεριόριστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απεριόριστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απεριποίητος στα ολλανδικά - ongekamd, onverzorgd, onverzorgde, unkempt, ongekamde
  • απεριόριστα στα ολλανδικά - onbeperkt, onbegrensd, onbeperkte, ongelimiteerde, ongelimiteerd
  • απεσταλμένος στα ολλανδικά - overeenkomend, analoog, overeenkomstig, gezant, afgezant, Envoy, gezant van
  • απευθύνω στα ολλανδικά - rede, oratie, redevoering, toespraak, speech, adres, adresseren, ...
Τυχαίες λέξεις
Απεριόριστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onbeperkt, onbegrensd, onbeperkte, ongelimiteerde, ongelimiteerd