Απεριόριστος στα ουκρανικά
Μετάφραση: απεριόριστος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безмежний, необмежений, необмежене
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απεριόριστος
απεριόριστος συνώνυμα, απεριόριστος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απεριόριστος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- απεριποίητος στα ουκρανικά - неохайний, задушливий, нечесаний, затхлий, неохайного, неопрятний, неохайна
- απεριόριστα στα ουκρανικά - вільно, широко, рясно, широко-широко, необмежений, необмежене
- απεσταλμένος στα ουκρανικά - кореспондентський, кореспондент, посланник, посланець, посол
- απευθύνω στα ουκρανικά - адреса, звертатися, спрямувати, направляти, адресу, Звідки, Звідки Ви, ...
Τυχαίες λέξεις
Απεριόριστος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: безмежний, необмежений, необмежене
Μεταφράσεις: безмежний, необмежений, необмежене