Απεριόριστος στα δανικά

Μετάφραση: απεριόριστος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ubegrænset, ubegrænsede, fulde, fuld, ubestemt
Απεριόριστος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απεριόριστος

απεριόριστος συνώνυμα, απεριόριστος λεξικό γλώσσας δανικά, απεριόριστος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • απεριποίητος στα δανικά - usoigneret, unkempt, uredt, usoignerede
  • απεριόριστα στα δανικά - ubegrænset, ubegrænsede, fulde, fuld, ubestemt
  • απεσταλμένος στα δανικά - udsending, Envoy, repræsentant
  • απευθύνω στα δανικά - adresse, adressen
Τυχαίες λέξεις
Απεριόριστος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ubegrænset, ubegrænsede, fulde, fuld, ubestemt