Αυταρέσκεια στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αυταρέσκεια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
самодоволство
Αυταρέσκεια στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυταρέσκεια

αυταρεσκεια συνώνυμο, αυταρέσκεια τι σημαινει, αυταρέσκεια συνωνυμα, αυταρέσκεια ετυμολογια, αυταρέσκεια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αυταρέσκεια στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αυτί στα βουλγαρικά - ухо, ухото, ушите, уши, на ухото
  • αυταπόδεικτος στα βουλγαρικά - аксиоматичен, очевиден, който не се нуждае от доказване
  • αυταρχικός στα βουλγαρικά - деспотичен, Боси, крава, властна, командва
  • αυτεξούσιος στα βουλγαρικά - свободна воля, свободната воля, воля, свободната си воля
Τυχαίες λέξεις
Αυταρέσκεια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: самодоволство