Αυταρέσκεια στα ρωσικά

Μετάφραση: αυταρέσκεια, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самодовольство, удовлетворенность, благодушие, успокоенность, самоуспокоенность, самоуспокоение, самодовольства, самодовольством, самодовольстве
Αυταρέσκεια στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυταρέσκεια

αυταρεσκεια συνώνυμο, αυταρέσκεια τι σημαινει, αυταρέσκεια συνωνυμα, αυταρέσκεια ετυμολογια, αυταρέσκεια λεξικό γλώσσας ρωσικά, αυταρέσκεια στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • αυτί στα ρωσικά - ушко, ручка, колос, ухо, слух, дужка, початок, ...
  • αυταπόδεικτος στα ρωσικά - самоочевидный, аксиоматической
  • αυταρχικός στα ρωσικά - категорический, бдительный, пристальный, мощный, императивный, начальнический, настоятельный, ...
  • αυτεξούσιος στα ρωσικά - владелец, повелитель, освобождать, властитель, соверен, невозбранный, правитель, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυταρέσκεια στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: самодовольство, удовлетворенность, благодушие, успокоенность, самоуспокоенность, самоуспокоение, самодовольства, самодовольством, самодовольстве