Αυταρέσκεια στα φινλανδικά

Μετάφραση: αυταρέσκεια, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
omahyväisyyttä
Αυταρέσκεια στα φινλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυταρέσκεια

αυταρεσκεια συνώνυμο, αυταρέσκεια τι σημαινει, αυταρέσκεια συνωνυμα, αυταρέσκεια ετυμολογια, αυταρέσκεια λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αυταρέσκεια στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αυτί στα φινλανδικά - korva, korvan, korvaan, korvalla, ear
  • αυταπόδεικτος στα φινλανδικά - axiomatical
  • αυταρχικός στα φινλανδικά - kopea, nokkava, ylenkatseellinen, mahtaileva, leuhka, pöyhkeä, määräilevä, ...
  • αυτεξούσιος στα φινλανδικά - irrottaa, riippumaton, vapaa, valtiatar, esteetön, valtias, ylin, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυταρέσκεια στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: omahyväisyyttä