Αυταρέσκεια στα ισπανικά
Μετάφραση: αυταρέσκεια, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
presunción, suficiencia, petulancia, autosuficiencia, engreimiento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυταρέσκεια
αυταρεσκεια συνώνυμο, αυταρέσκεια τι σημαινει, αυταρέσκεια συνωνυμα, αυταρέσκεια ετυμολογια, αυταρέσκεια λεξικό γλώσσας ισπανικά, αυταρέσκεια στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- αυτί στα ισπανικά - oído, espiga, oreja, del oído, la oreja, oídos
- αυταπόδεικτος στα ισπανικά - axiomático
- αυταρχικός στα ισπανικά - imperioso, mandón, mandona, mandones, autoritario, bossy
- αυτεξούσιος στα ισπανικά - libre, gratuito, franco, soltar, gratis, monarca, librar, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυταρέσκεια στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: presunción, suficiencia, petulancia, autosuficiencia, engreimiento
Μεταφράσεις: presunción, suficiencia, petulancia, autosuficiencia, engreimiento